πεντάκλιτος

πεντάκλιτος
ος , ον церк, пятиглавый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πεντάκλιτος" в других словарях:

  • πεντάκλιτος — η, ο αρχιτ. 1. (για χριστιανικό ναό) αυτός που έχει πέντε κλίτη 2. το αρσ. ως ουσ. ο πεντάκλιτος χριστιανικός ναός με πέντε κλίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κλίτος] …   Dictionary of Greek

  • πεντάκλιτος — η, ο αυτός που έχει 5 κλίτη: Ναός πεντάκλιτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Σοφία — I Ο ονομαστός βυζαντινός ναός της Κωνσταντινούπολης. Μετά την άλωση μετατράπηκε σε τζαμί και τώρα είναι μουσείο. Η Α.Σ. είναι ένα από τα λαμπρότερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του χριστιανισμού και η οικοδόμησή της, σύμφωνα με μια παράδοση,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»